- οξύτονος
- -η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξείααρχ.1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.επίρρ...οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)με οξύ τόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].
Dictionary of Greek. 2013.